αυτοψία

αυτοψία
η 1) юр. освидетельствование (места преступления, трупа); расследование (на месте преступления);

ενεργώ αυτοψία εις τον τόπον τού εγκλήματος — вести расследование на месте преступления;

2) мед. аутопсия

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "αυτοψία" в других словарях:

  • αὐτοψία — αὐτοψίᾱ , αὐτοψία seeing with one s own eyes fem nom/voc/acc dual αὐτοψίᾱ , αὐτοψία seeing with one s own eyes fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐτοψίᾳ — αὐτοψίαι , αὐτοψία seeing with one s own eyes fem nom/voc pl αὐτοψίᾱͅ , αὐτοψία seeing with one s own eyes fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αυτοψία — η 1. η παρατήρηση κάποιου πράγματος ή γεγονότος με τα ίδια μας τα μάτια: Ο μάρτυρας ξέρει από αυτοψία όσα καταθέτει. 2. άμεση και προσεκτική εξέταση, έρευνα: Το δικαστήριο αποφάσισε να κάνει αυτοψία στον τόπο του εγκλήματος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αυτοψία — η (AM αὐτοψία) [αυτόπτης] το να βλέπει κανείς κάτι με τα ίδια του τα μάτια νεοελλ. 1. προσεκτική, επιστάμενη παρατήρηση ή εξέταση 2. η αντίληψη του αντικειμένου της απόδειξης με τις ίδιες τις αισθήσεις του δικαστή μσν. θεολ. ο εκστατικός… …   Dictionary of Greek

  • αὐτοψίας — αὐτοψίᾱς , αὐτοψία seeing with one s own eyes fem acc pl αὐτοψίᾱς , αὐτοψία seeing with one s own eyes fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταὐτοψία — αὐτοψίᾱ , αὐτοψία seeing with one s own eyes fem nom/voc/acc dual αὐτοψίᾱ , αὐτοψία seeing with one s own eyes fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐτοψίαι — αὐτοψία seeing with one s own eyes fem nom/voc pl αὐτοψίᾱͅ , αὐτοψία seeing with one s own eyes fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐτοψίαν — αὐτοψίᾱν , αὐτοψία seeing with one s own eyes fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐτοψιῶν — αὐτοψία seeing with one s own eyes fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐτοψίαις — αὐτοψία seeing with one s own eyes fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐτοψίῃ — αὐτοψία seeing with one s own eyes fem dat sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»